πολυάργυρος

πολυάργυρος
πολυ-άργυρος, silberreich

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολυάργυρος — rich in silver masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυάργυρος — ον, Α πλούσιος σε άργυρο («πολυάργυροι πλάκες τῆς γῆς», Διοδ.) …   Dictionary of Greek

  • πολυάργυρον — πολυάργυρος rich in silver masc/fem acc sg πολυάργυρος rich in silver neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυαργυρωτάτην — πολυάργυρος rich in silver fem acc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυαργυρωτάτους — πολυάργυρος rich in silver masc acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυαργυρώτατοι — πολυάργυρος rich in silver masc nom/voc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυαργύρους — πολυάργυρος rich in silver masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυαργύρων — πολυάργυρος rich in silver masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυάργυρα — πολυάργυρος rich in silver neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άργυρος — Νεομάρτυρας και άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Επανομή της Θεσσαλονίκης. Θανατώθηκε από τους γενίτσαρους, επειδή αρνήθηκε να γίνει εξωμότης, το 1806. Η μνήμη του τιμάται στις 11 Μαΐου. * * * ο (AM ἄργυρος) λευκό πολύτιμο… …   Dictionary of Greek

  • πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”